Είχα πολλά χρόνια να πάω στα Κύθηρα. Τότε είχα δει πολλά σημεία των Κυθήρων και θυμόμουν ένα χωριό που με είχε γοητεύσει αλλά δεν θυμόμουν ποιο ήταν.
Έψαχνα λοιπόν στους χάρτες, στο ίντερνετ, προσπαθώντας να το βρω αλλά δεν τα κατάφερα.
Όταν έφτασα στο νησί ρωτούσα τους φίλους εκεί, περιγράφοντας ότι θυμόμουν. Έλεγα, θυμάμαι ένα σχολείο παλιό, γκρεμισμένα σπίτια, ερείπια, ένα εγκαταλειμμένο χωριό κλπ.
Ο καθένας μου έλεγε κι ένα χωριό που νόμιζε. Ανακάλυψα έτσι ότι τα Κύθηρα είχαν πολλά χωριά που ταίριαζαν με τη περιγραφή μου αλλά δεν ήταν αυτό που έψαχνα. Μέχρι, αφού εξάντλησα όλους τους παραδοσιακούς οικισμούς να το βρω!
Ήταν ο Μυλοπόταμος και η Κάτω Χώρα!
Μυλοπόταμος Κυθήρων
Χωριό των θρύλων και των παραδόσεων.
Των ωραίων κτισμάτων, των νερών και των ερειπίων.
Ο Μυλοπόταμος, μια ολόκληρη αγροτική κοινότητα κτισμένη δίπλα στα ερείπια μιας βενετσιάνικης καστροπολιτείας.
Τα σπίτια του σημερινού Μυλοποτάμου έχουν ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και ομορφιά, που δίνει χρώμα στον σύγχρονο οικισμό, κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να συνέβαινε στη μεσαιωνική πόλη.
Η ωραιότατη μικρή πλατεία με τα πλατάνια σου προσφέρει καφέ, φαγητό και γλυκό.
Μια βόλτα στο χωριό θα την κάνεις, θα περπατήσεις στα σοκάκια, θα πας στους καταρράκτες της Φόνισσας κι αν είσαι τυχερός θα πιεις καφέ στον αναπαλαιωμένο μύλο.
Η παράδοση αναφέρει πως η ονομασία «καταρράκτες της φόνισσας» προήλθε από τον καυγά δυο γυναικών και η μία απ’ αυτές έσπρωξε την άλλη από την κορυφή του γκρεμού απ’ όπου πέφτει το νερό.
Αυτό που δεν περιμένεις ότι θα βρεις στα Κύθηρα το βρίσκεις εκεί.
Είναι το μονοπάτι με τους διαδοχικούς καταρράκτες και την πλούσια βλάστηση και μπορεί να σε οδηγήσει στη θάλασσα αν είσαι αρκετά τολμηρός.
Κατεβαίνοντας την λαγκαδιά του Μυλοποτάμου, πάνω στα βράχια, ανάμεσα από τα πλατάνια, τα σκίνα και τους κισσούς είναι χτισμένοι 22 νερόμυλοι. Οι νερόμυλοι λειτουργούσαν με την δύναμη του νερού του ποταμού που ακόμη και σήμερα ρέει άφθονο. Το νερό αυτό έτρεχε σε μία και μοναδική τάφρο που πέρναγε από όλους τους μύλους. Κάθε μύλος είχε τρεις κυρίως χώρους, τον χώρο που ήταν ο μύλος και γινόταν το άλεσμα του καρπού, τα δωμάτια που ζούσαν και κοιμόντουσαν οι άνθρωποι που δούλευαν σε αυτούς και τέλος το χώρο που έβαζαν τα γαϊδούρια, τα οποία αποτελούσαν το μεταφορικό μέσο της εποχής. κάθε μύλος με το όνομα του ιδιοκτήτη και με την ιστορία του.
Δεν τελείωσες με τον Μυλοπόταμο, η Κάτω Χώρα, ενετικός οικισμός, ερειπωμένος αλλά ζωντανός σε περιμένει να τον απολαύσεις.
Ενετικό οχυρό που χτίστηκε τον 15ο αιώνα για να προστατεύσει τους κατοίκους της περιοχής αλλά και να εποπτεύσει τις δυτικές ακτές του νησιού. Φαίνεται πως υπήρχε εκεί ένας μικρός οικισμός τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα που στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκε και μετά την καταστροφή των άλλων περιοχών του νησιού αναβαθμίστηκε και απέκτησε καλύτερη οχύρωση.
Μετά την επιδρομή του Μπαρμπαρόσα στην Παλαιόχωρα το 1537, η οχύρωση του Κάστρου του Μυλοποτάμου ανακατασκευάστηκε και ενισχύθηκε.
Κατοικήθηκε μετά από επανειλημμένες έγγραφες αιτήσεις των Κυθηρίων προς την «εξοχοτάτην Κυρίαν». Στα έγγραφα αυτά οι λεηλασίες και οι διώξεις περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα: όσοι κάτοικοι, γυμνοί, εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι, επανήλθαν από τη σκλαβιά, ζήτησαν φοροαπαλλαγή και εκ νέου οχύρωση της πόλης τους.
Ο προβλεπτής Μπάφο ζητά, μετά το 1547, από τον Θεόδωρο Λαγό, που τότε υπηρετούσε στη στρατιά της Μάνης, να επιλέξει σαράντα με σαρανταπέντε άντρες πρόσφυγες από την Κρήτη, ως εποίκους με μισθό,να μείνουν στο φρούριο του Μυλοποτάμου, αφού «με τους παλληκαράδες αυτούς δεν θα τολμούν οι επιδρομείς», όπως έγραφε χαρακτηριστικά .
Προτείνει και δωρεά γαιοκτησίας στην Έξω του Μπούργκου περιοχή, «ώστε να μπορούν αυτοί να πληρώνουν το φόρο της τρίτης».
Ο Προβλεπτής Αλέξανδρος Κονταρίνι, σε έκθεσή του της 7ης Αυγούστου 1540, αναγνωρίζοντας κι αυτός την «grandissima importanza» των Κυθήρων, είχε ζητήσει οχύρωση και επάνδρωση του κάστρου, «ώστε να μην έχουν τα Κύθηρα την ίδια τύχη με τη Μονεμβασιά και το Ναύπλιο».
Έτσι άρχισε να επεκτείνεται το Μπούργκο του Μυλοπόταμου στους πρόποδες του κάστρου και να δημιουργείται ένα προάστιο εκτός τειχών.
Το Κάστρο είναι μια αληθινή μεσαιωνική νεκρόπολη. Τα σπίτια είναι κτισμένα σε συγκροτήματα διώροφων κατοικιών. Οι δύο όροφοι δεν επικοινωνούν εσωτερικά, αλλά ανεβαίνεις στον πάνω όροφο μέσω μιας σκάλας εξωτερικής, που κατέληγε σε πλατύσκαλο ή εξώστη.
Οι ισόγειοι χώροι ήταν βοηθητικοί, όπως συμβαίνει και σήμερα , στεγάζονταν με κυλινδρικούς θόλους και θερμαίνονταν με γωνιακό τζάκι.
Βασικά οικοδομικά τους χαρακτηριστικά ήταν τα φουρούσια, οι αφανείς γωνιακοί λίθοι , η αργολιθοδομή, ο «ηλιακός» εξώστης και η καμινάδα.
Περιδιαβαίνοντας μέσα στο φρούριο μπορείς να φανταστείς την εποχή με τον οικισμό κατοικημένο, με σπίτια ανώγια και κατώγια, λουλουδιέρες, νοικοκυριά, πατητήρια, φουρναριά.
Στενοί δρόμοι, ίσα ισα να χωράει το άλογο και ο άνθρωπος…
Η γύρω ύπαιθρος, με τον Ποταμό στην Κάτω Χώρα, φαίνεται από τους προμαχώνες του κάστρου της ενετικής αυτής πολιτείας.
Πέρα από τη χαράδρα υπήρχαν, το 1583, δεκατέσσερις «καζάδες» (casali), δηλαδή χωριουδάκια με κατοίκους γεωργούς, που έφταναν τους 1443.
Κάθε «καζάς» είχε κι έναν Πρωτόγερο (δημογέροντα) ως επικεφαλής, με πολύ συγκεκριμένη πολιτικοκοινωνική θέση, υπεύθυνο και για τη συλλογή των φόρων. Όλο το νησί χωριζόταν σε τέσσερα διοικητικά διαμερίσματα, ένα εκ των οποίων ήταν κι αυτό του Μυλοποτάμου.
Οι εκκλησίες που σώζονται στο φρούριο είναι 9, στεγασμένες με σχιστόπλακες, γεμάτες τοιχογραφίες και χρονολογούνται στον 16ο-17ο αιώνα .
Κατά το 18ο και μέχρι τον 19ο αιώνα μέσα στο Κάστρο του Μυλοποτάμου λειτουργούν οι ενορίες του Αγίου Αθανασίου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Ιωάννη και της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας , ο Θεολόγος, οι άγιοι Ανάργυροι, ο άγιος Νικόλαος, οι άγιοι Πάντες, ο Πρόδρομος και η Μεταμόρφωση.
Μέσα στους ναούς ενταφίαζαν τους κατοίκους, μια συνήθεια που συνεχίστηκε μέχρι τη δημιουργία κοινοτικών κοιμητηρίων.
Το φρούριο έκλεινε τη νύχτα με σιδερένια πόρτα που άνοιγε με την ανατολή του ηλίου. Έξω από το φρούριο υπήρχε πύργος, ο οποίος χρησίμευε ως σκοπιά του φρουρίου, που επιτηρούσε τα ΝΔ. Εθεωρείτο από τα ασφαλέστερα φρούρια.
Έξω από το κάστρο δημιουργήθηκε ο παραδοσιακός οικισμός της Κάτω Χώρας με τα πανέμορφα σπίτια, τις εκκλησιές και το αλληλοδιδακτικό σχολείο της Αγγλοκρατίας.
Το Κάστρο του Μυλοποτάμου κατοικήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε και εγκαταλείφθηκε και από τους τελευταίους κατοίκους του.
Ένας περίπατος στα χορταριασμένα δρομάκια του κάστρου προσφέρει τη μοναδική θέα ενός πελάγους που το διεκδίκησαν όλες οι ηγέτιδες δυνάμεις της νότιας Ευρώπης στους πενήντα αιώνες της ιστορίας του νησιού.
Βλέπεις και ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα του νησιού αν τύχει να είσαι εκείνη την ώρα…
Αν ανοίξεις τα κιτάπια της συλλογικής μνήμης θα ακούσεις και τους ήχους των αλόγων, των παιδιων που παίζουν, τις φωνές των στρατιωτικών …
και τον κρότο της βαριάς πόρτας του κάστρου να κλείνει μόλις πέφτει ο ήλιος….
Κατερίνα Κατσώρη